τράκο

τράκο
το, και τράκος, ο, Ν
1. σύγκρουση, τρακάρισμα
2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου
3. μτφ. δριμεία επίπληξη
4. φρ. α) «έπαθε τράκο» — έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφορά
β) «βάρδα τράκο»
ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα που εκφωνείται όταν μια σύγκρουση θεωρηθεί αναπότρεπτη προκειμένου να προφυλαχθεί το πλήρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τρακάρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τράκο — τράκο, το και τράκος, ο 1. σύγκρουση, τρακάρισμα: Τέτοιο τράκο, τέτοια καταστροφή. 2. μτφ., επίθεση, επίπληξη, μάλωμα: Του δωσα τράκο, που κοκκίνισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρακάρισμα — το, ατος 1. σύγκρουση οχήματος με άλλο, τράκα, τράκο: Φονικό τρακάρισμα. 2. συμπλοκή, τσάκωμα, άρπαγμα: Τρακάρισμα με πολύ ξύλο. 3. ξαφνική συνάντηση: Τρακάρισμα με παλιό φίλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”