- τράκο
- το, και τράκος, ο, Ν1. σύγκρουση, τρακάρισμα2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου3. μτφ. δριμεία επίπληξη4. φρ. α) «έπαθε τράκο» — έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφοράβ) «βάρδα τράκο»ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα που εκφωνείται όταν μια σύγκρουση θεωρηθεί αναπότρεπτη προκειμένου να προφυλαχθεί το πλήρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τρακάρω].
Dictionary of Greek. 2013.